πολυστιβάς

πολυστιβάς
-άδος, ἡ, Μ
αυτή που έχει πολλές στιβάδες, δηλαδή στρωμνές από χόρτα, άχυρα ή φύλλα («τῇ πολυστιβάδι τῶν ἀνακτόρων οἰκίᾳ», Θεοφύλ. Σ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + στιβάς, -άδος (< στείβω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”